- ἱκανοδοσία
- ἱκᾰνο-δοσία [ῐκ], ἡ,= Lat.A satisdatio, Cod.Just.2.12.27.2 (also in pl.), Just.Nov.131.15 Intr..
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ικανοδοσία — ἱκανοδοσία, ἡ (Μ) ικανοποίηση, εγγύηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. τού λατ. όρου satisdatio < satis «ικανός, αρκετός» + datio «δόση»] … Dictionary of Greek
ἱκανοδοσίας — ἱκανοδοσίᾱς , ἱκανοδοσία satisdatio fem acc pl ἱκανοδοσίᾱς , ἱκανοδοσία satisdatio fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱκανοδοσίαν — ἱκανοδοσίᾱν , ἱκανοδοσία satisdatio fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)